Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάζαινα — ἡ, ΜΑ νόσος, μόλυνση τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
φάζαιναν — φάζαινα disease fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)